- Μίκυθος
- Μίκυθος, -ύθη, -ον (Α)(υποκ. τού μικκός, ως κύρ. όν.) πολύ μικρός, μικρούλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικ(κ)ός/μικ-ρός + επίθημα -υθος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μίκυθος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίκυθος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίκυθον — μίκυθος masc acc sg μίκυθος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μικύθου — Μίκυθος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικύθου — μίκυθος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μικύθῳ — Μίκυθος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικύθῳ — μίκυθος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μίκυθον — Μίκυθος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
μικύθινον — ή μικύθιον, το (Α) [μίκυθος] (υποκορ. τού μίκυθος) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ μικρὸν καὶ νήπιον» … Dictionary of Greek